ζωμῶν

ζωμῶν
ζωμός
soup
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εωλοκρασία — η (ΑΜ ἑωλοκρασία) νεοελλ. μίγμα, κράμα («οὔτε ἀρχαία, οὔτε νέα [γλώσσα], ἀλλ ἑωλοκρασία τις», Καλλιγ.) αρχ. 1. μίγμα ζωμών από τα δείπνα τής προηγούμενης νύχτας, που τό έχυναν πάνω στα πρόσωπα τών μεθυσμένων και κοιμισμένων συμποτών, για αστεΐσμό …   Dictionary of Greek

  • τυρεψητός — ή, όν, Μ αυτός που έχει ψηθεί, που έχει μαγειρευθεί με τυρί («μετὰ τὴν εἴσοδον τῶν τυρεψητῶν ζωμῶν», Κ. Πορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + ἐψητός «βραστός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”